- βρασμοῦ
- βρασμόςboiling upmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek
βαροθερμόμετρο — Συσκευή με την οποία μπορεί να βρεθεί η ατμοσφαιρική πίεση ενός τόπου με τη μέτρηση της θερμοκρασίας βρασμού ενός υγρού, συνήθως νερού. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός ότι το σημείο βρασμού των υγρών αποτελεί συνάρτηση της ατμοσφαιρικής… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… … Dictionary of Greek
αμυλεστέρες — Ονομασία εστέρων των αμυλικών αλκοολών, σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι ο οξικός α. και ο ισαμυλεστέρας.Είναι οι εστέρες του οξικού οξέος και των αντίστοιχων αμυλικών αλκοολών. Ο πρώτος έχει σημείο βρασμού 149,2°C και πυκνότητα 0,875gr/cm3… … Dictionary of Greek
αμύλιο — Μονοσθενής αλειφατική ρίζα, του τύπου C5H11. Υπάρχουν τόσες ρίζες α. όσες και οι αμυλικές αλκοόλες, αλλά οι πιο συνηθισμένες είναι του ισοαμυλίου, (CH3)2 CH CH2 CH2 και του τριτοταγούς α. (CH3)2 C C2H5. νιτρώδες α.Εστέρας του νιτρώδους οξέος, με… … Dictionary of Greek
βράζω — (AM βράζω) υποβάλλω κάτι σε βρασμό, το κάνω να βράσει μσν. νεοελλ. 1. βρίσκομαι μέσα σε υγρό σε κατάσταση βρασμού 2. θερμαίνομαι πολύ 3. (για μέταλλο) πυρακτώνομαι 4. (για οίνο) υφίσταμαι ζύμωση 5. αναδεύομαι, αναταράσσομαι 6. αγανακτώ, οργίζομαι … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek